παρακαλοῦσαν

παρακαλοῦσαν
παρακαλέω
call to
pres part act fem acc sg (attic epic doric)
παρακαλέω
call to
fut part act fem acc sg (attic epic doric)
παρακαλέω
call to
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσκλαίω — Ν ΜΑ, και προσκλαίγω Ν κλαίω μαζί με άλλον για κάτι νεοελλ. 1. παρακαλώ κλαίγοντας 2. μέσ. προσκλαίομαι και προσκλαίγομαι μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι, παραπονιέμαι μσν. κλαίω, θρηνώ μπροστά σε κάποιον μσν. αρχ. θρηνώ μπροστά στον θεό αρχ. 1. κλαίω και… …   Dictionary of Greek

  • Δαμώ — (5ος αι. π.Χ.). Κόρη του Πυθαγόρα. Πριν πεθάνει, ο σοφός της εμπιστεύτηκε σημειώσεις του, με την εντολή να μην τις ανακοινώσει σε κανέναν. Παρότι η Δ. ήταν πάμφτωχη και την παρακαλούσαν να τις πουλήσει, εκείνη τις κράτησε μυστικές, και όταν… …   Dictionary of Greek

  • Λιτές — Μυθολογικά πρόσωπαΣύμφωνα με την παράδοση, ήταν κουτσές, ρυτιδωμένες και αλλήθωρες κόρες του Δία, που ακολουθούσαν πάντα την Άτη, την κόρη της Έριδας που προσωποποιούσε την πλάνη, για να επανορθώσουν τις ζημιές της. Αποτελούν την προσωποποίηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”